- αγωνοθεσιακός
- -ή, -ό [αγωνοθεσία]αυτός που αναφέρεται στην αγωνοθεσία*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγωνοθεσία — η (Α ἀγωνοθεσία) θέσπιση αγώνων και εποπτεία τής διεξαγωγής τους αρχ. το αξίωμα και το έργο τού αγωνοθέτη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγωνοθέτης. ΠΑΡ. ἀγωνοθεσιακός] … Dictionary of Greek